ἐλαφῆ
From LSJ
Sophocles, Antigone, 523
English (LSJ)
ἡ, deerskin, Poll.7.90.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
piel de ciervo ἡ δὲ εὔμαρις ..., ἐξ ἐλαφῶν δὲ πεποιημένον (ὑπόδημα) Poll.7.90.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαφῆ: ἡ, δέρμα ἐλάφου, ὡς τὸ λεοντῆ, «ἡ δὲ εὔμαρις κοινὸν ἀνδράσι πρὸς γυναῖκας, βαρβαρικὸν μὲν εὕρημα, ἐξ ἐλαφῆς δὲ πεποιημένον» Πολυδ. Ζ΄, 90, πρβλ. καὶ Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 320.