ἀεργηλός
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
English (LSJ)
ή, όν, = ἀεργός, A.R.4.1186; ὕπνος Lyr.Adesp.92:—also ἀεργ-ής, ές, Nic.Fr..72.4.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Morfología: [-ός, -όν Nonn.Par.Eu.Io.5.16]
I 1que libera del trabajo ὕπνος Lyr.Adesp.78, χείρ AP 6.73 (Macedon.).
2 cansino μῆλα Nic.Th.50.
3 que no ha trabajado πόρτις A.R.4.1186.
II que no ha sido trabajado γαῖα Max.482
•que no ha sido usado φάτνη Nonn.D.25.306, Triph.14, ἄκανθαι Nonn.l.c.
Greek (Liddell-Scott)
ἀεργηλός: -ή, -όν, = ἀεργός, Ἀπολλ. Ρόδ. 4. 1186, κτλ., ἀεργής, ές, Νικ. Ἀποσπ. 4.
Russian (Dvoretsky)
ἀεργηλός: Plut. = ἀεργός.
German (Pape)
träg, untätig, Maced. 25 (VI.73); Ap.Rh. 4.1186 und a. sp.D.