σιτουργός

Revision as of 11:36, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

English (LSJ)

όν,= σιτοποιός, Pl.Plt.267e.

German (Pape)

[Seite 886] = σιτοποιός; Plat. Polit. 267 e; μύλη, Polyaen. 3, 10, 10.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιτουργός -οῦ, ὁ [σῖτος, ἔργον] graanbewerkers.

Russian (Dvoretsky)

σῑτουργός:хлебопек, булочник Plat.

Greek Monolingual

-όν, Α
σιτοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. μαχαιρουργός].

Greek Monotonic

σῑτουργός: -όν (*ἔργω), = σιτοποιός, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτουργός: -όν, (*ἔργω) = σιτοποιός, Πλάτ. Πολιτικ. 267Ε.

Middle Liddell

σῑτ-ουργός, όν [*ἔργω = σιτοποιός, Plat.]