πωλοδάμνης

Revision as of 15:40, 27 March 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ου, ὁ, horsebreaker, X.Eq.2.2,3, Porph.Abst.3.6.

German (Pape)

[Seite 827] ὁ, der ein Fohlen bändigt, ein junges Pferd abrichtet und zureitet; Xen. oec. 13, 7; de re equ. 2, 1; Reitlehrer, Teles bei Stob. flor. 98, 72.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui dompte de jeunes chevaux.
Étymologie: πῶλος, δάμνημι.

Russian (Dvoretsky)

πωλοδάμνης: ου ὁ объездчик лошадей Xen.

Greek (Liddell-Scott)

πωλοδάμνης: -ου, ὁ, (δαμάω) ὁ δαμάζων, ἡμερώνων ἵππους, δαμαστὴς ἵππων, πολὺ δὲ κρείττων τοῦ πωλοδάμνην εἶναι τῷ μὲν νέῳ εὐεξίας τε ἐπιμελεῖσθαι τῆς ἑαυτοῦ κλπ. Ξεν. Ἱππ. 2, 1 καὶ 3, κτλ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο πωλευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῶλος «πουλάρι» + -δάμνης (< δάμνημι «δαμάζω»)].

Greek Monotonic

πωλοδάμνης: -ου, ὁ (δαμάω), δαμαστής αλόγων, σε Ξεν.

Middle Liddell

πωλο-δάμνης, ου, ὁ, δαμάω
a horsebreaker, Xen.

Translations

horsebreaker

German: Zureiter, Zureiterin, Bereiter, Bereiterin; Ancient Greek: πωλοδάμνης, πωλευτής; Polish: ujeżdżacz