ἀγρυπνώδης
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
ἀγρυπνώδες, making sleepless, Hp.Prorrh.1.10 as v.l.
German (Pape)
[Seite 25] ες, Schlaflosigkeit bewirkend, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγρυπνώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ποιῶν τινα ἄγρυπνον, ἐπιφέρων ἀϋπνίαν, Ἱππ. 68Α.