υποκρισία
From LSJ
τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid
τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid
η / ὑποκρισία, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. ὑποκρισίη, Α ὑποκριτής
νεοελλ.
1. απόκρυψη τών πραγματικών αισθημάτων, προσποίηση, δολιότητα
2. πλαστή εμφάνιση αρετής
μσν.-αρχ.
η υποκριτική, η τέχνη του υποκριτή, του ηθοποιού, η ηθοποιία.