πλαστή

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλαστή Medium diacritics: πλαστή Low diacritics: πλαστή Capitals: ΠΛΑΣΤΗ
Transliteration A: plastḗ Transliteration B: plastē Transliteration C: plasti Beta Code: plasth/

English (LSJ)

ἡ, mud-wall or -enclosure, BGU1503 (iii B. C.), PSI 2.171.19 (ii B. C.), POxy.729.30 (ii A. D.), etc.

Greek Monolingual

ἡ, Α
τείχος ή περίβολος από πλίνθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του ρηματ. επιθ. πλαστός, -ή, -όν].