Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
κόρυς, κρᾶ, κράνος, κυνέη, κυνῆ, περικεφαλαία, πήληξ, πῖλος, πῖλος χαλκοῦς, στεφάνη, τρυφάλεια