κατάμοιχος
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
English (LSJ)
ὁ, adulterer, Vett.Val.117.9.
Greek Monolingual
κατάμοιχος, ὁ (Α)
αυτός που έχει επανειλημμένα διαπράξει το αδίκημα της μοιχείας.
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
Full diacritics: κατάμοιχος | Medium diacritics: κατάμοιχος | Low diacritics: κατάμοιχος | Capitals: ΚΑΤΑΜΟΙΧΟΣ |
Transliteration A: katámoichos | Transliteration B: katamoichos | Transliteration C: katamoichos | Beta Code: kata/moixos |
ὁ, adulterer, Vett.Val.117.9.
κατάμοιχος, ὁ (Α)
αυτός που έχει επανειλημμένα διαπράξει το αδίκημα της μοιχείας.