κατάμοιχος
From LSJ
Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein
Full diacritics: κατάμοιχος | Medium diacritics: κατάμοιχος | Low diacritics: κατάμοιχος | Capitals: ΚΑΤΑΜΟΙΧΟΣ |
Transliteration A: katámoichos | Transliteration B: katamoichos | Transliteration C: katamoichos | Beta Code: kata/moixos |
ὁ, adulterer, Vett.Val.117.9.
κατάμοιχος, ὁ (Α)
αυτός που έχει επανειλημμένα διαπράξει το αδίκημα της μοιχείας.