ὕμνησις
From LSJ
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
English (LSJ)
-εως, ἡ, lauding, praising, LXX Ps.117(118).14, D.S.4.7.
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
ὕμνησις: εως ἡ воспевание, прославление Diod.
Greek (Liddell-Scott)
ὕμνησις: -εως, ἡ, ἐξύμνησις, ἔπαινος, διὰ πολλὴς ὑμνήσεως, ἐπιφανῶς κατασκευάζειν Διόδ. 4. 7, Ἐκκλ.
English (Slater)
ὕμνησις praising ἄν]θεα τοια[υτ ]ὑμνήσιος δρέπῃ (Snell: alia possis) (Pae. 12.5)