ἀφιλοχρήματος
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
v. ἀφιλοχρηματία.
Spanish (DGE)
-ον
que desprecia las riquezas subst. τὸ ἀφιλοχρήματον desprecio de las riquezas Ph.2.458, Eun.Hist.44.3, Cyr.Al.M.73.445C.
German (Pape)
[Seite 412] Roichthum nicht achtend, Suid.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀφιλοχρήματος, -ον)
αυτός που δεν είναι φιλοχρήματος, ο αφιλοκερδής.