τατός
From LSJ
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
τατή, τατόν, that can be stretched, Arist.HA519a32.
Russian (Dvoretsky)
τατός: [adj. verb. к τείνω растяжимый (δέρμα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
τᾰτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἐκτείνῃ ἢ τεντώσῃ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 13, 1. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 54.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να εκτείνει, να τεντώσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα τă- του τείνω (πρβλ. τάσις)].