dwelling
From LSJ
Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. and V. οἶκος, ὁ, οἴκησις, ἡ, οἴκημα, τό, Ar. and P. οἰκία, ἡ, Ar. and V. ἕδρα, ἡ, δόμος, ὁ, or pl., δῶμα, τό, or pl., ἑστία, ἡ, μέλαθρον, τό, or pl., V. στέγη, ἡ, or pl., στέγος, τό, or pl., οἰκητήριον, τό, εἰσοίκησις, ἡ, σκηνή, ἡ, ἀναστροφή, ἡ, ἑδώλια, τά, ἤθη, τά. αὐλή, ἡ.