εξολόθρευση
From LSJ
Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei
Greek Monolingual
η (AM ἐξολόθρευσις) εξολοθρεύω
ολοκληρωτικός αφανισμός, εξόντωση
μσν.
ταπείνωση.