ἐνεχυριμαῖος
From LSJ
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
Spanish (DGE)
-ον
1 tomado en prenda, embargado χιτών Pherecr.59, βοῦς ἐ. τὰ πολλὰ ἔξω βλέπει· ἐπὶ τῶν ἀμελουμένων καὶ πρὸς τοὺς ἐπιμελουμένους ἀφορώντων Paroemiographi Suppl. p.75 n.30.
2 subst. τὸ ἐ. bien embargado, prenda condenado por Phryn.342.