δημοσίευσις
From LSJ
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
aparición ante los pueblos ref. al segundo Advenimiento τῶν αἰσχρῶν ἡ δημοσίευσις Nil.M.79.1112C, cf. Chrys.Incomprehens.5.565, M.58.528
•manifestación pública λέγεται δὲ πομπὴ καὶ ἡ μετὰ σταυροῦ λιτή ... καὶ δ. Sch.Opp.H.1.186.
German (Pape)
[Seite 564] ἡ, Bekanntmachung; auch = öffentliche Versteigerung; Sp.
Greek Monolingual
η (AM δημοσίευσις) δημοσιεύω
γνωστοποίηση
νεοελλ.
1. η γνωστοποίηση μέσω του Τύπου
2. η καταχώριση σε έντυπο πληροφοριών, αγγελιών, άρθρων, μελετών
3. η έκδοση σε βιβλίο
αρχ.
η εμφάνιση ενώπιον της έκκλησίας του δήμου.
Greek (Liddell-Scott)
δημοσίευσις: -εως, ἡ, = δήμευσις, Ἐκκλ.