Σικελίδης

From LSJ
Revision as of 16:03, 30 January 2024 by Spiros (talk | contribs)

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source

Middle Liddell

[from Σῐκελία], Sikelidas, [Sicilian]], Theocr. [Σῑ-, metri grat.]

Greek Monolingual

Σικελίδης και δωρ. τ. Σικελίδας, ὁ, Α
(προσωνυμία που δόθηκε στον Ασκληπιάδη από τον Θεόκριτο) ο Σικελός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Σικελός + πατρωνυμ. κατάλ. -ίδης].

Russian (Dvoretsky)

Σῑκελίδης: дор. ΣῑκελίδᾱςСикелид (самосский поэт) Theocr.