επηετανός
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
Greek Monolingual
ἐπηετανός, -όν και -ός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που διαρκεί έναν χρόνο
2. πλούσιος, αρκετός («σῑτον ἐπηετανὸν παρέχοιμι», Ομ. Οδ.)
3. (για δέντρο) δασύφυλλος, με πλούσιο φύλλωμα
4. (το ουδ. ως επίρρ.) επηετανόν
άφθονα, πλουσιοπάροχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επ(ί)-ετ-ανός, όπου το -ετ- πιθ. < (F)έτ-ος «έτος, χρόνος», ενώ το -η- προήλθε αναλογικά όπως στο επήβολος. Το επίθημα -αν-ός όπως στο σητ-άν-ιος «φετεινός»].