Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
ἰχθυῶ, -άω (Α) ιχθύς
1. (επικ. τ. μόνο στον ενεστ. και παρατ.) αλιεύω, ψαρεύω
2. παίζω σαν ψάρι («δελφῑνες... ἐθύνεον ἰχθυάοντες», Ησίοδ.)
3. παθ. ἰχθυῶμαι, -άομαι
παρασκευάζομαι με ψάρια («ἰχθυώμενος ἄρτος»).