λοξώνω

From LSJ
Revision as of 20:05, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198

Greek Monolingual

(AM λοξῶ, -όω, Μ και λοξώνω) λοξός
κάνω κάτι λοξό, λοξεύω («ἱκανῶς ἂν καὐτὴ λοξοῑτο ἀπὸ τοῦ μεσημβρινοῦ σημείου πρὸς τὴν ἑσπέραν», Στράβ.)
αρχ.
ρίχνω κάτι πλάγια.