Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νεβρίδα

From LSJ
Revision as of 11:11, 6 December 2021 by Spiros (talk | contribs)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

η (Α νεβρίς, -ῑδος και -ίδος)
το δέρμα του νεβρού, του νεογνού του ελαφιού («νεβρίδα χρυσόπαστον ἐνημμένος», Πλούτ.)
νεοελλ.
ζωολ. γένος τελεόστεων ακανθοπτερύγιων ψαριών της οικογένειας τών συαινιδών
αρχ.
το δέρμα του νεαρού ελαφιού, ιδίως ως ένδυμα του Βάκχου και τών θιασωτών του, τών μάντεων κ.λπ. («νεβρίδος ἔχων ἱερὸν ἐνδυτόν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρός «ελαφάκι» + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. μαργαρίς)].