Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
Α
(κατά τον Ησύχ.) «περίναιον, τὸ αἰδοῑον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < περίνεος / περίνεον πιθ. κατ' επίδραση του πηρίς, -ίνα (< πήρα)].