ανυπότακτος
From LSJ
ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me
Greek Monolingual
κ. -χτος, -η, -ο (Α ἀνυπότακτος, -ον)
1. (για πρόσωπα ή πράγματα) αυτός που δεν υποτάχθηκε σε κάποιον
2. απείθαρχος, ατίθασος, ανυπάκουος
3. ελεύθερος, απεριόριστος
νεοελλ.
Στρ. στρατεύσιμος που κλήθηκε και δεν προσήλθε
(βλ. ανυποταξία)
αρχ.
άτακτος, συγκεχυμένος.