ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
το
1. το νεογνό της γίδας, κατσικάκι
2. γίδα οποιασδήποτε ηλικίας
3. (για ανθρώπους) άξεστος, αγροίκος
4. (για παιδιά) ζωηρός, ατίθασος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. αιγίδιον («μικρή κατσίκα, κατσικάκι»), υποκορ. του αιξ(αιγός)].