Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φθισίκηρος

From LSJ
Revision as of 22:19, 15 February 2024 by Spiros (talk | contribs)

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523

Greek (Liddell-Scott)

φθισίκηρος: ἐπίθ. Σελήνης. Ὕμνος ἐκδ. ὑπὸ Mil. ἐν Mél. de lit. gr. σ. 454, ἔνθα ἑρμηνεύεται qui détruit la mort, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία της Σελήνης) αυτός που φθείρει την καρδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < φθίνω + -κηρος (< κῆρ «καρδιά»), πρβλ. ἐπί-κηρος. Ο τ. αντί του αναμενόμενου φθεισί-κηρος, σχηματισμένου από την απαθή βαθμίδα της ρίζας του ρ. φθίνω (βλ. λ. φθίνω), όπως τα σύνθ. με δεξι-, κλεψι-, τερψι- κ.λπ.].