ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple
ὀροβίτης, ὁ, θηλ. ὀροβῖτις (Α)1. λίθος όμοιος ή ισομεγέθης με κόκκο ορόβου2. το θηλ. είδος παρασκευασμένης χρυσόκολλας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄροβος «είδος φυτού» + επίθημα -ίτης (πρβλ. δαφνίτης)].