destierro
From LSJ
ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend
Spanish > Greek
ἐκβολή, δηπορτατίων, ἔκπτωσις, ἁγηλάτημα, ἀποικεσία, ἀπαλλαγή, ἀποικισμός, ἀποξένωσις, ἀφορισμός, ἔλασις, ἀποδημία
ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend
ἐκβολή, δηπορτατίων, ἔκπτωσις, ἁγηλάτημα, ἀποικεσία, ἀπαλλαγή, ἀποικισμός, ἀποξένωσις, ἀφορισμός, ἔλασις, ἀποδημία