Μιμαντοβάτης
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
ου, ὁ, title of an official at Erythrae, IGRom. 4.1543.
Greek Monolingual
Μιμαντοβάτης, ὁ
(Α)
τίτλος υπαλλήλου στις Ερυθρές.