ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
-ίδος, ἡ, Α
η γη, η χώρα τών Πλαταιών («χώραν τὴν Πλαταιίδα», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Πλαταιαί + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. Μηλίς)].