παρεγκεφαλίδα

From LSJ
Revision as of 14:06, 1 March 2024 by Spiros (talk | contribs)

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source

Greek Monolingual

η / παρεγκεφαλίς, -ίδος, ΝΜΑ
ανατ. το τμήμα του εγκεφάλου που βρίσκεται στον οπίσθιο βόθρο της βάσεως του κρανίου πίσω από το εγκεφαλικό στέλεχος και κάτω από τα εγκεφαλικά ημισφαίρια, από τα οποία χωρίζεται με μια πτυχή της σκληρής μήνιγγας, το λεγόμενο σκηνίδιο της παρεγκεφαλίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + εγκέφαλος + κατάλ. -ίς, -ίδος].

Translations

cerebellum

Arabic: ⁧مُخَيْخ⁩; Egyptian Arabic: ⁧مخيخ⁩; Aramaic Classical Syriac: ⁧ܡܘܼܚܘܿܢܵܐ⁩; Armenian: ուղեղիկ; Belarusian: мозачак, мазжачок, мазачок; Bengali: লঘুমস্তিষ্ক; Bulgarian: малък мозък; Catalan: cerebel; Chinese Mandarin: 小腦/小脑; Czech: mozeček; Danish: lillehjerne; Dutch: kleine hersenen; Esperanto: cerbeto; Finnish: pikkuaivot; French: cervelet; Galician: cerebelo; Georgian: ნათხემი; German: Kleinhirn; Greek: παρεγκεφαλίς, παρεγκεφαλίδα; Ancient Greek: ἐγκεφαλίς, ἐγκράνιον, ἐγκρανίς, ἐπεγκρανίς, παρεγκεφαλίς; Hebrew: ⁧הַמּוֹחַ הַקָּטָן⁩; Hindi: अनुमस्तिष्क, सेरिबेलम; Hungarian: kisagy; Ido: cerebelo; Italian: cervelletto; Japanese: 小脳; Kalmyk: гиҗгин экн; Kazakh: мишық; Korean: 소뇌(小腦); Kurdish Northern Kurdish: mejîk, mejîkok; Macedonian: мал мозок; Malay: serebelum; Maori: roroiti, roro tuarongo; Mongolian: бага тархи; Norwegian Bokmål: lillehjerne; Nynorsk: veslehjerne; Persian: ⁧مخچه⁩; Polish: móżdżek; Portuguese: cerebelo; Romanian: cerebel, creieraș; Russian: мозжечок; Serbo-Croatian Cyrillic: мали мозак; Roman: mali mozak; Sicilian: midudda; Slovak: mozoček; Slovene: mali možgani; Spanish: cerebelo; Swedish: lillhjärna, cerebellum; Tajik: мағзча; Telugu: అనుమస్తిష్కము, చిన్నమెదడు; Thai: สมองน้อย; Turkish: beyincik; Ukrainian: мозочок, мі́зочок; Uyghur: ⁧كىچىك مېڭە⁩; Uzbek: miyacha, kichik miya; Vietnamese: tiểu não; Welsh: serebelwm