σανιδώνω
From LSJ
Ζῶμεν ἀλογίστως προσδοκοῦντες μὴ θανεῖν → Mortis non memores inconsulto vivimus → Den Tod verdrängend leben wir voll Unvernunft
Greek Monolingual
σανιδῶ, -όω, ΝΑ σανίς, -ίδος]
επικαλύπτω μια επιφάνεια με σανίδες, στρώνω με σανίδια.