πηλαμίς

From LSJ
Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530

German (Pape)

[Seite 610] ἡ, = πηλαμύς, Schaef. Greg. p. 541.

Greek Monolingual

-ίδος, η, Ν
ζωολ. γένος θαλάσσιων δηλητηριωδών φιδιών της οικογένειας hidrophiidae.