φαλαρίδα

Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η / φαλαρίς, -ίδος, ΝΑ, και ιων. τ. φαληρίς Α
1. ζωολ. κοινή σήμερα ονομασία του είδους λιμναίου πτηνού, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, Fulica atra, ονομασία που οφείλεται στη φαλακρή κεφαλή του, αλλ. αίθα
2. βοτ. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων μονοκότυλων ποωδών φυτών που ανήκει στην οικογένεια αγρωστώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάλαρος / φάληρος «λευκός» + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. δεσμ-ίς / -ίδα)].