αφιλοξενία
From LSJ
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
Greek Monolingual
η (AM ἀφιλοξενία) αφιλόξενος
έλλειψη φιλοξενίας, απροθυμία για φιλοξενία.
Translations
inhospitality
German: Ungastlichkeit, Unwirtlichkeit; Greek: αξενία, αφιλοξενία; Ancient Greek: ἀμειξία, ἀμειξίη, ἀμιξία, ἀμιξίη, ἀξενία, κακοξενία, τὸ ἄμικτον; Irish: doicheall, ainfhéile; Italian: inospitalità; Manx: neuoastys, neufeoiltys, neughiastyllys, neughoaldeeaght, pitteogys; Old English: uncumlīþnes, unġiestlīþnes; Spanish: inhospitalidad