κτενιστής
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
English (LSJ)
κτενιστοῦ, ὁ, hairdresser, Gal.13.1038, PTeb.322.23 (ii A.D.), Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1518] ὁ, der Kämmende.
Greek (Liddell-Scott)
κτενιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἔχων ὡς ἔργον νὰ κτενίζῃ, κομμωτὴς τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ο, θηλ. κτενίστρια και κτενίστρα (Α κτενιστής) κτενίζω
αυτός που έχει ως επάγγελμα να χτενίζει κάποιον, κομμωτής.