κτενιστής

From LSJ
Revision as of 11:38, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτενιστής Medium diacritics: κτενιστής Low diacritics: κτενιστής Capitals: ΚΤΕΝΙΣΤΗΣ
Transliteration A: ktenistḗs Transliteration B: ktenistēs Transliteration C: ktenistis Beta Code: ktenisth/s

English (LSJ)

κτενιστοῦ, ὁ, hairdresser, Gal.13.1038, PTeb.322.23 (ii A.D.), Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1518] ὁ, der Kämmende.

Greek (Liddell-Scott)

κτενιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἔχων ὡς ἔργον νὰ κτενίζῃ, κομμωτὴς τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο, θηλ. κτενίστρια και κτενίστρα (Α κτενιστής) κτενίζω
αυτός που έχει ως επάγγελμα να χτενίζει κάποιον, κομμωτής.