μπαρμπέρης
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
Greek Monolingual
και μπερμπέρης, ο (Μ μπαρμπέρης και μπαρμπιέρης)
κουρέας
νεοελλ.
παροιμ. «είναι πολλοί μπαρμπέρηδες για του σπανού τα γένια» — πρόθυμοι υπάρχουν πολλοί να ασχοληθούν με εύκολα πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. barbiere < λατ. barba «γένι»].