liberto
From LSJ
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
Spanish > Greek
ἄτμενος, ἀπόδουλος, ἀπελεύθερος, δουλελεύθερος, ἐξαπελεύθερος, ἀπελευθεριωτής, ἀφέτης, ἀπελευθερικός, ἀδέσποτος