ἀπόδουλος
English (LSJ)
ὁ, freedman, Suid. s.v. Ἀριστοφάνης.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ 1 descendiente de esclavos, Vit.Aesop.W.126.
2 liberto Sud.s.u. Ἀριστοφάνης.
German (Pape)
[Seite 301] von einem Sklaven abstammend, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόδουλος: ὁ, ἀπελεύθερος, Θεοφάνης σ. 356 κ. ἄλλοι.
Greek Monolingual
ἀπόδουλος, ο (AM)
εκείνος που έπαψε πια να είναι δούλος, ο απελεύθερος.
Translations
freedman
Arabic: مَعْتُوق; Belarusian: вольнаадпушчанік, вольнаадпушчаніца; Chinese Mandarin: 自由民; Czech: propuštěnec; Dutch: vrijgelatene; Finnish: vapautettu orja; French: affranchi; German: Freigelassener; Greek: απελεύθερος; Ancient Greek: ἀδέσποτος, ἀπελευθερικός, ἀπελευθεριωτής, ἀπελεύθερος, ἀπόδουλος, ἄτμενος, ἀφέτης, δουλελεύθερος, ἐξαπελεύθερος, ἐξελεύθερος; Icelandic: leysingi, frelsingi; Italian: liberto, affrancato, emancipato; Latin: libertus, libertinus; Macedonian: ослободеник; Polish: wyzwoleniec; Portuguese: liberto; Russian: вольноотпущенник, вольноотпущенница; Serbo-Croatian Cyrillic: ослобођѐнӣк; Roman: oslobođènīk; Slovak: prepustenec; Spanish: liberto; Swahili: huru; Ukrainian: вільновідпущеник, вільновідпущениця