άγλις

From LSJ
Revision as of 14:43, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357

Greek Monolingual

ἄγλις (-ιθος και -ιδος) και ἀγλίς (-ῖθος), η (AM)
1. σκελίδα σκόρδου
2. συνήθως στον πληθ. αἱ ἄγλιθες
το κεφάλι σκόρδου και οι σκελίδες που το αποτελούν.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολογίας, πιθανότατα να συνδέεται με το γέλγις, που έχει την ίδια σημασία].