διαλογιστική
From LSJ
Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft
French (Bailly abrégé)
(ἡ) :
s.e. τέχνη ou δύναμις;
l'art ou la faculté de raisonner.
Étymologie: διαλογίζομαι.
Russian (Dvoretsky)
διαλογιστική: ἡ (sc. τέχνη или δύναμις) искусство или способность рассуждать Plut.