κάθιξις
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
English (LSJ)
-εως, ἡ, arrival at a point, τῆς συναφῆς Vett.Val.244.35.
Greek Monolingual
κάθιξις, ἡ (Α) καθικνούμαι
άφιξη σε ένα σημείο.
Full diacritics: κάθιξις | Medium diacritics: κάθιξις | Low diacritics: κάθιξις | Capitals: ΚΑΘΙΞΙΣ |
Transliteration A: káthixis | Transliteration B: kathixis | Transliteration C: kathiksis | Beta Code: ka/qicis |
-εως, ἡ, arrival at a point, τῆς συναφῆς Vett.Val.244.35.
κάθιξις, ἡ (Α) καθικνούμαι
άφιξη σε ένα σημείο.