μετάπτωσις

Revision as of 09:28, 27 October 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

μεταπτώσεως, ἡ,
A change, Pl.Lg.895b, etc.; τῶν πραγμάτων Arist.MM1207b12; τὸ κατὰ μετάπτωσιν ἐνόχλημα Epicur.Fr.154; ὁ βίος ἀδήλους τὰς μεταπτώσεις ἔχει Men.Mon.581; εἰς ἄλληλα Str.17.1.36: pl., OGI335.128 (Pergam.); μεταπτώσεις λημμάτων, μεταπτώσεις λόγων, Arr.Epict.1.7.20, 3.2.17; εἰ… εἰς μετάπτωσιν ἔσται ὁ ἀγρός if it shall be transferred, CIG3702 (Mysia); ἡ ἐκ τύχης ἄνω καὶ κάτω μ. Ael.VH2.29.
II change of party, πρός τινας Plb.3.99.3; change of opinion, τοῦ πλήθους Phld.Rh. 2.17 S. (pl.).
III Gramm., inflection, μετάπτωσις εἰς ἀριθμόν, πτῶσιν, A.D. Adv.181.2: generally, change, μετάπτωσις τοῦ ο εἰς τὸ ᾱ Tryphoib.174.4; ἐκ μεταπτώσεως A.D.Synt.50.20.

German (Pape)

[Seite 153] ἡ, das Umfallen, Andersfallen, die Veränderung; μηδεμιᾶς γε ἐν αὐτοῖς οὔσης ἔμπροσθεν μεταπτώσεως, Plat. Legg. X, 895 b; bes. seines Platzes, dah. ἡ πρὸς Ῥωμαίους μετάπτωσις, der Abfall, das Übergehen zu den Römern, Pol. 3, 99, 3; Sp., wie Plut. aer. al. vit. 7, neben μεταγραφὴ δανείων.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
changement, renversement.
Étymologie: μεταπίπτω.

Russian (Dvoretsky)

μετάπτωσις: εως ἡ
1 перемена, изменение (ἔν τινι Plat.); смена (ὁρμῶν Plut.);
2 превратность (sc. τοῦ βίου Men.);
3 переход (ἡ πρὸς Ῥωμαίους μ. Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

μετάπτωσις: ἡ, μεταβολή, τροπή, Πλάτ. Νόμ. 895Β, κτλ.· ὁ βίος ἀδήλους τὰς μ. ἔχει Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 581· εἰ... εἰς μ. ἔσται ὁ ἀγρός, ἂν μετενεχθῇ, Συλλ. Ἐπιγρ. 3702· ἡ ἐκ τύχης ἄνω καὶ κάτω μ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 29. ΙΙ. μετάβασις πρὸς τὸ μέρος τινός, τὴν ἐσομένην... μετάπτωσιν πρὸς αὐτοὺς τῶν Ἰβήρων Πολύβ. 3, 99, 3.

Greek Monotonic

μετάπτωσις: ἡ, αλλαγή, μεταβολή, σε Πλάτ.· αλλαγή πολιτικής παράταξης, σε Πολύβ.

Middle Liddell

μετάπτωσις, ιος, ἡ,
change, Plat.: change of party, Polyb.

Translations

instability

Asturian: inestabilidá; Azerbaijani: sabitsizlik; Bulgarian: нестабилност; Catalan: inestabilitat; Chinese Mandarin: 不穩定/不稳定, 不穩定性/不稳定性, 不穩固/不稳固, 不穩固性/不稳固性; Dutch: instabiliteit; Finnish: epävakaus; French: instabilité; Galician: inestabilidade; German: Instabilität; Ancient Greek: ἀβεβαιότης, ἀβεβαίωσις, ἀκαταστασία, ἀκρισία, ἀστάθεια, ἀστασία, ἐπισφάλεια, μετάπτωσις, ῥύσις, τὸ ἀβέβαιον, τὸ ἀνέρειστον, τὸ ἀνίδρυτον, τὸ ἀστάθμητον, τὸ εὐμετάπτωτον, τὸ παλίμβολον, τὸ τρεπτόν; Irish: éagobhsaíocht; Italian: instabilità, dissesto; Latin: instabilitas; Malay: ketidakstabilan; Norwegian Bokmål: ustabilitet; Nynorsk: ustabilitet; Persian: ناپایداری‎; Polish: niestabilność; Portuguese: instabilidade; Russian: нестабильность, неустойчивость, непрочность, непостоянство, зыбкость, неуравновешенность; Spanish: inestabilidad; Tajik: нопойдорӣ; Ukrainian: нестабі́льність, несті́йкість