изменение
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Russian > Greek
καινοτομία, ἀλλοίωσις, μετατροπή, μετατροπά, ἑτεροίωσις, καινουργία, μετα-, ἐξαλλαγή, μετάπτωσις, ἀλλαγή, ἀλλαγά, μετάβασις, στροφή, μεταβολή, παράλλαξις, παρατροπή, ἀλλοιότης, παραλλαγή, μετάληψις, μετάστασις, συμπότης