Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος → dark chamber of Persephone
και σκορπαλεύρης, ο, θηλ. σκορπαλευρού, Νμτφ. αυτός που κατασπαταλά την περιουσία του, που τήν ξοδεύει αλόγιστα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπώ + αλεύρι].