καλοτύπος
From LSJ
English (LSJ)
[ῠ], ὁ, (κᾶλον) woodpecker, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
κᾱλοτύπος: ὁ, (κᾶλον) «ὁ δρυοκολάπτης» Ἡσύχ.
Full diacritics: κᾱλοτύπος | Medium diacritics: καλοτύπος | Low diacritics: καλοτύπος | Capitals: ΚΑΛΟΤΥΠΟΣ |
Transliteration A: kalotýpos | Transliteration B: kalotypos | Transliteration C: kalotypos | Beta Code: kalotu/pos |
[ῠ], ὁ, (κᾶλον) woodpecker, Hsch.
κᾱλοτύπος: ὁ, (κᾶλον) «ὁ δρυοκολάπτης» Ἡσύχ.