εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more
[[[δενδροκολάπτης]], δρυοκολάπτης, δρύοψ, ἴπνη, καλοτύπος, κραυγός, πελεκᾶς, πῖπος, πίπρα, πιπώ;