αἰγόκερας
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
English (LSJ)
-ατος, τό, = τῆλις, Hp.Int.30, Dsc.2.102, Gal.12.426. κερεύς, έως, lon. ῆος, ὁ, = αἰγοκέρως II, Arat.386, Q.S. 1.356.
Spanish (DGE)
-ατος, τό
bot. alholva, Trigonella foenum-graecum L., Dsc.2.102, Plin.HN 24.184, Gal.6.537
•diuissim αἰγὸς κέρας Hp.Int.30.
Greek (Liddell-Scott)
αἰγόκερας: -ατος, τό, εἶδος μαράθου ἢ μαράθρου, foenum Graecum, Γαλην.
German (Pape)
τό, Bockshorn, foenum graecum, Gal.