σχιστός
ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend
English (LSJ)
ή, όν, (σχίζω)
A cloven, divided, κέλευθος A.Fr.173; ὁδός S.OT733, E.Ph.38; ἄντυξ Id.Rh.373 (lyr.); λίνον σ. lint, Hp.Nat.Mul.53 (but cf. 4 infr.); πέρκη σ. a split perch, Antiph.132; Ἀργεῖαι σ. a kind of women's shoes, Eup.266; σ. χιτωνίσκος a tunic open at the side, Apollod.Com.12; without χιτωνίσκος, PSI4.341.7 (iii B.C.), Schwyzer 462 B30 (Tanagra, iii B.C.); σχιστὰς ἕλκειν, of a certain dance (cf. σχίσμα IV), Poll.4.105. 2 clovenhoofed, opp. μῶνυξ, Pl.Plt.265d; similarly of wings, etc., Arist PA 692b12, etc. 3 σ. γάλα curdled milk (v. σχίζω 1.3), Dsc.2.70, Gal. 12.292. 4 λίνον σ. fine flax, LXX Is.19.9. II that may be split or cleft, divisible, σ. κατὰ μῆκος Arist.HA515b15, cf. Mete.386b26, etc.; σ. λίθος, prob. talc, Dsc.5.127, cf. 106, etc.; σ. κρόμμυα (v. κρόμμυον 11) Thphr.HP7.4.7.