στιφρός
From LSJ
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
English (LSJ)
ά, όν,
A firm, solid, Men. in POxy.1803.1, al.; of olives, Ar. Fr.141; σκέλη X.Cyn.4.1, cf. 5.30; πλεκτάνη Crobyl.7; καυλὸς σαρκώδης καὶ σ. Arist.HA510b28; of wood, Thphr.HP3.11.4, 5.1.11 (Comp.); opp. μαδαρός, of flesh, Arist.HA531b13; opp. ὑγρός, Id.GA735b18; opp. σομφός, ib.732b35; τὸ τῶν βατράχων ᾠὸν στερεὸν καὶ σ. ib.754a34; of persons, stout, sturdy, νεανίας Philostr.Jun.Im. 15, cf. 1,3.—στρυφνός is a freq. v.l.