τεχνάζω
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
English (LSJ)
A employ art, contrive, ὅπως . . Arist.EN1140a11, cf. MM 1197a13. II use art or cunning, deal subtly, use subterfuges, Hdt. 3.130, 6.1; τί ταῦτα στρέφει τεχνάζεις τε; Ar.Ach.385, cf. Ra.957; τ. τε καὶ ψεύδεσθαι Pl.Hp.Mi.371d, cf. Lg.879a, etc.; τοὺς λαγὼς θηρῶντες πολλὰ τεχνάζουσιν X.Mem.3.11.7; of the hare, τ. τῇ βαδίσει Id.Cyn.8.3: c. acc. cogn., τ. ἀάτην use art so as to deceive, Plu.Tim.10: c. inf., contrive cunningly that . ., Arist.Pol.1259a32, Plu.Alc.19. 2 Med., aor. ἐτεχνασάμην, in same sense, Hdt.2.121. ά, Aen.Tact. 4.1; τεχνάζεσθαι ὅπως . . Plu.Caes.43. 3 Pass., in pf. part., ἅμαξαι τετεχνασμέναι ὥσπερ οἰκήματα artificially contrived, Hp.Aër. 18; ἐπίνοια τετεχν. cunningly devised, Ps.-Luc.Philopatr.26:—τεχνήσασθαι τὸ μετὰ τέχνης τι κατασκευάσαι, τεχνάσασθαι δὲ τὸ κακουργῆσαι Ps.-Hdn.Gr.post Moer.p.477 P.